- χαρίστιος
- -ον, Α1. χαριστήριος*2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστιαοικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, -ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *χαριστής ή *χαριστός].
Dictionary of Greek. 2013.